χρυσόλιθος

χρυσόλιθος
χρυσόλιθος, ου, ὁ prob. a yellowish precious stone, yellow topaz, chrysolite (Diod S 2, 52, 3; PLond III, 928, 15 p. 191 [III A.D.]; Ex 28:20; 36:20; Ezk 28:13; Jos., Bell, 5, 234, Ant. 3, 168); the ancients (Pliny, NH 37, 42) applied the term to yellow quartz or yellow topaz; the greenish mineral associated with the loanword ‘chrysolite’ and known as ‘olivine’ suggests a more precise definition than the data warrant Rv 21:20.—Lit. s.v. ἀμέθυστος.—ISBE ’88, IV 628f. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσόλιθος — topaz masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθος — ο, ΝΑ νεοελλ. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα τού ολιβίνη αρχ. είδος πολύτιμου λίθου με χρυσές ανταύγειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λίθος (πρβλ. χαλκό λιθος). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας… …   Dictionary of Greek

  • χρυσολίθου — χρυσόλιθος topaz masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολίθους — χρυσόλιθος topaz masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολίθῳ — χρυσόλιθος topaz masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθοι — χρυσόλιθος topaz masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλιθον — χρυσόλιθος topaz masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHRYSOLITHUS — Graece χρυσόλιθος, inter XII. gemmas, Novae Hierosolymae fundamenta, memoratur Apocalyps. c. 21. v 20. septimô locô: Ο῾πέμπτος σαρδόνυξ. ὁ ἕκτος, σάρδιος. ὁ ἓβδομος, χρυσόλιθος. Quintus sardonyx, sextus sardius, septimus, Chrysolithus. Inter XII …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοχρυσόλιθος — ὁ, Α χρυσόλιθος που δεν είναι γνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χρυσόλιθος] …   Dictionary of Greek

  • хрисолит — драгоценный камень, только др. русск. хрϋсолиϑъ, хрусолитъ (Изборн. Святосл. 1073 г. и др.; см. Срезн. III, 1408). Из греч. χρυσόλιθος – то же, в то время как совр. хризолит заимств. через нем. Chrysolith …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”